- ύστερος
- -η, -ο/ ὕστερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, -ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα περιλαμβάνονται οι μετά την κλασική περίοδο χρόνοι» β. «τραπέζας ἀτίμωσιν ὑστέρῳ χρόνῳ», Αισχύλ.)2. μτφ. υποδεέστερος, κατώτερος (α. «δεν είμαι ύστερος κανενός» β. «σῶμα δὲ δεύτερόν τε καὶ ὕστερον ψυχῆς ἀρχούσης», Πλάτ.)3. το θηλ. ως ουσ. βλ. υστέρα4. (το ουδ. ως επίρρ.) ύστερο(ν)έπειτα, μετά, κατόπιν5. το ουδ. ως ουσ. βλ. ύστερονεοελλ.1. συνεκδ. τελευταίος, έσχατος (α. «τά κατεβάσανε αγκαλιασμένα μέσα εις την ύστερη αλησμονιά», Σολωμ.β. «ήρθεν η νύχτα η ύστερη», Ερωτόκρ.)2. (το ουδ. εν. και συν. πληθ. ως επίρρ.) ύστεραα) (με τοπ. και χρον. σημ.) έπειτα, κατόπινβ) εκτός από αυτό, επί πλέον («δεν έχω άδεια να πάω διακοπές, κι ύστερα δεν έχω και χρήματα»)γ) (σε συνεκφορά με το κι και προκειμένου να δηλώσει απορία, αδιαφορία ή και περιφρόνηση) και τί μ' αυτό, τί σημασία έχει; («δεν ήρθε; κι ύστερα;»)3. φρ. α) «εκ τών υστέρων» — αφού πρώτα γίνει ή συμβεί κάτιβ) «στο ύστερο» — στο τέλος τέλος, τελικάγ) «ύστερο-πρότερο»(λογ.) σφάλμα στην ανάπτυξη μιας σκέψης, όπου ο αποδεικτικός λόγος λαμβάνεται ως συμπέρασμα, αλλ. πρωθύστεροαρχ.1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πίσω από κάποιον άλλο, επόμενος2. αυτός που έφθασε κάπου πολύ αργά («ὕστερος γὰρ αὐτος εἰς ἀστοὺς τελῶ», Σοφ.)3. αυτός που έφθασε κάπου πιο αργά από όσο έπρεπε, προκειμένου να πετύχει κάτι («ὕστεροι δ' οὖν ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης γενομένης μιᾷ ἡμέρᾳ», Πλάτ.)4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὕστεροι(με ή χωρίς τη λ. άνδρες) οι μεταγενέστεροι5. (το ουδ. ως επίρρ.) ὕστερονσπαν. πίσω6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὕστερα(στον Πλούτ.) οι τελευταίες προτάσεις·7. φρ. α) «ἐς ὕστερον» — μετά από αυτά, κατόπινβ) «Διονύσιος ὁ ὕστερος»Διονύσιος ο δεύτερος (Αριστοτ.).επίρρ...ὑστέρως ΜΑέπειτα, κατόπιν.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ὕστερος ανάγεται στον ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. υ), εμφανίζει την κατάλ. -τερος τού συγκριτικού βαθμού και αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. uttara- «ψηλότερος, μεταγενέστερος». Το επίθ. ὕστερος χρησιμοποιήθηκε αρχικά με τοπική σημ. «αυτός που βρίσκεται πίσω», στη συνέχεια, όμως, επικράτησε η χρονική σημ. «επόμενος, μεταγενέστερος», ενώ απαντά και με τη σημ. «κατώτερος, υποδεέστερος».ΠΑΡ. υστεραίος, υστερώαρχ.υστερεύω, υστερίζωμσν.- νεοελλ.υστερινός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) υστεροβουλία, υστερογενής, υστεροφημίααρχ.υστεροβουλώ, υστεροδόμιον, υστερόληπτος, υστερόμαντις, υστερομέσως, υστερομηνία, υστεροπάθεια, υστεροπαθώ, υστεροπερίοδος, υστερόποινος, υστερόποτμος, υστερόπους, υστερόπρωτος, υστεροφανής, υστεροφεγγής, υστεροφθόρος·αρχ.-μσν. υστερογονία, υστερολόγος, υστερόμητις, υστερόμυθος, υστερόφωνος·μσν. υστερογενεσία, υστερόσπορος, υστεροστάτηςμσν.- νεοελλ.υστερότοκος, υστερόχρονος·νεοελλ. υστερανθής, υστερόβουλος, υστεροβυζαντινός, υστερογέννητος, υστερόγραφος, υστεροελλαδικός, υστεροκυκλαδικός, υστερομινωικός, υστεροχρονολογώ].
Dictionary of Greek. 2013.